στρογγυλότητας

στρογγυλότητας
στρογγυλότης
roundness
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισχάζω — ἐπισχάζω (Α) 1. χάσκω ελαφρά («στρογγυλότητας ἐπισχαζούσας», Θεόφρ.) 2. επισκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχάζω «κόβω, ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • επιχάσκω — ἐπιχάσκω (AM) μσν. χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε κάτι, επιθυμώ πολύ κάτι («ἡ φιλόϋλος ψυχὴ ταῑς ὕλαις ἐπιχάσκει», Κ. Μανασσ.) αρχ. (για επιφάνεια) έχω σχισμές, χάσματα («στρογγυλότητας ἐπιχασκούσας», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”